Ο

όξινο (το) ουσ. (πληθ. όξινα) το λεμόνι

όξυπνος -η -ον επίθ. ξύπνιος, έξυπνος

ορκά (η) ουσ. (πληθ. οι ορκές) [< αρχαίο οργυιά] μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια

ούλλος -η -ον επίθ. ο ολόκληρος

ούσσου σώπα (προστακτική)

ούτσιαλι (το) μτφ. το πολύ φαΐ

οφτός (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. [< αρχαίο οπτός] ο ψητός (κυρίως για ψητά φαγητά)