Π

παγκούι (το) ουσ. (πληθ. τα παγκούθκια) υποκοριστικό του πάγκος, παγκάκι

παθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι παθκιές) το πάτημα, το ίχνος που αφήνει κάποιος περπατώντας

παλάτι (το) ουσ. (πληθ. παλάθκια) το παλάτι, παρατίθεται εδώ για την ιδιομορφία στον πληθυντικό

παλιώνω ρ. (επάλιωσα) παλεύω

Πάμπος (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Χαράλαμπος

πάννα (η) ουσ. λεπτή μεμβράνη από εντόσθια ζώων, χρησιμοποιείται για το τύλιγμα της σεφταλιάς (βλ.λ.), είναι το ίδιο υλικό με αυτό που τυλίγεται το κοκορέτσι

παννίζω ρ. (επάννισα) χρησιμοποιώ κάτι για πρώτη φορά, συνήθως για ρούχα και παπούτσια

παουρίζω ρ. (επαούρισα) φωνάζω

παπίλλαρος (ο) ουσ. (πληθ. οι παπίλλαροι) τα πρώτα σύκα

παπίρα (η) ουσ. (πληθ. οι παπίρες) η πάπια

πάππαλλα τέλος, δεν έχει άλλο

παραπόττης (ο) ουσ. (πληθ. οι παραπόττηες) αυτός που κάνει ατιμίες

παρπέρης (ο) ουσ. (πληθ. οι παρπέρηες) ο κουρέας

πασιαμάς (ο) ουσ. (πληθ. οι πασιαμάες) {παshαμάς} ο χαβαλές

πασπίσκοπος (ο) ουσ. [< τουρκικό πας + επίσκοπος] ο αρχιεπίσκοπος

πασσύς (ο) πασσιά (η) πασύ (το) επίθ. {παshύς} ο παχύς

πατανία (η) ουσ. (πληθ. οι πατανίες) η κουβέρτα

πατί (το) ουσ. το βήμα

πατσαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι πατσαρκές) το χαστούκι

πατσιαούρα (η) ουσ. (πληθ. οι πατσιαούρες) η ατημέλητη

πατταλόνι (το) ουσ. (πληθ. τα πατταλόνια) το παντελόνι

παττίχα (η) ουσ. (πληθ. οι παττίσες {παττίshες}) το καρπούζι

πεζούνι (το) ουσ. (πληθ. τα πεζούνια) το περιστέρι

πελλαμός (0) ουσ. η τρέλλα

πελλανίσκω ρ. (επέλλανα) τρελλαίνομαι

πελλάρα (η) ουσ. (πληθ. πελλάρες) η τρέλλα, π.χ. "έπιασε με η πελλάρα" δηλαδή μ' έπιασε η τρέλλα, και "έκαμα μια πελλάρα" δηλάδή έκανα κάτι τρελλό

πελλός (ο) πελλή (η) πελλό (τό) επίθ. (πληθ. αρσ. οι πελλοί θηλ. οι πελλές ουδ. τα πελλά) [< πελλανίσκω (βλ.λ.)] ο τρελλός

πηλός (ο) ουσ. (πληθ. τα πηλά) η λάσπη, παρατίθεται εδώ για την ιδιομορφία στον πληθυντικό

πιθκιάυλι (το) ουσ. (πληθ. τα πιθκιάυλια) [< αρχαίο δίαυλος] πνευστό μουσικό όργανο

πιθκιαβλοζάμπης -ισσα -ικον επίθ. [< πιθκιαύλι (βλ.λ.) + ζάμπα (βλ.λ.)] αυτός που τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι

πιλέ επίρρ. ήδη

πίσσα (η) ουσ. (πληθ. πίσσες) η τσίχλα

πιττώνω ρ. (επίττωσα, επιττώθηκα) πλακώνω, στριμώχνω

πλυννίσκω ρ. (έπλυνα, επλύθηκα) πλένω

ποζαύλιν (το) ουσ. (πληθ. τα ποζαύλια) αποκαΐδι

ποζουρτώ ρ. (εποζούρτισα) κουράζομαι πάρα πολύ

'πο δά απ' εδώ

ποήνα (η) ουσ. (πληθ. οι ποήνες) δερμάτινες αδιάβροχες μπότες, γαλότσες

πόι (το) ουσ. (πληθ. τα πόθκια) το πόδι

ποθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι ποθκιές) η ποδιά

ποθκιάντροπος -η -ον επίθ. ο ξεδιάντροπος

ποϊνάρι (το) ουσ. (πληθ τα ποϊνάρκα) το μπατζάκι, το ένα σκέλος του παντελονιού

πολογιάζω ρ. (επολόγιασα) αποδιώχνω

πομιλόρι (το) ουσ. (πληθ. τα πομιλόρκα) η ντομάτα

πόμπα (η) ουσ. (πληθ. οι πόμπες) η βόμβα

ποξαμάτι (το) ουσ. (πληθ. τα ποξαμάθκια) το παξιμάδι

πορνόν πορνόν επίρ. πρωί πρωί, πολύ νωρίς

πότσα (η) ουσ. (πληθ. οι πότσες) η μπουκάλα

'πο τζεί {'πο djει} απ' εκεί

πούζα (η) ουσ. η ασθένεια κήλη

πούκουππα επίρρ. ανάποδα

πουλλαόφωνος -η -ον επίθ. [< πουλάδα + φωνή] ο άνθρωπος μιλά με λεπτή φωνή

πούλλες (οι) ουσ. τηγανιτές φέτες μελιτζάνας

πουπούξιος (ο) ουσ. η κουκουβάγια

πουρέκκα (η) ουσ. (πληθ. οι πουρέκκες) η κοπέλα που είναι γλυκιά σαν μπουρέκι (φιλοφρόνηση)

πουρέκκι (το) ουσ. (πληθ. τα πουρέκκια) [< τουρκικό borek] το μπουρέκι

πουττεύκω ρ. (επούττεψα) [< πούττος (βλ.λ.)] δειλιάζω

πούττος (ο) και πουττί (το) ουσ. (πληθ. οι πούττοι) το γυναικείο γεννητικό όργανο | μτφ. ο δειλός άνθρωπος

ποφκάλλω ρ. (επόφκαλα, εποφκάλτηκα) κουράζω κάποιον, του βγάζω την πίστη

ππάλα (η) ουσ. (πληθ. οι ππάλες) [< ιταλικό pala] ο μπαλτάς

ππαλουζές (ο) ουσ. η μουσταλευριά

ππαραόπιστος -η -ον επίθ. ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος

ππαράς (ο) ουσ. (πληθ. οι ππαράες) το χρήμα

ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς

ππούλλι (το) ουσ. (πληθ. τα ππούλλια) το βλήμα, ο ηλίθιος

ππουνιά (η) ουσ. (πληθ. οι ππουνιές) η γροθία, και ως ππούνιος (ο) με την ίδια έννοια

ππουρτού (τα) ουσ. τα σαμπράκαλα, τα υπάρχοντα

πρότσα (η) ουσ. (πληθ. οι πρότσες) το πηρούνι

πυρά (η) ουσ. (πληθ. οι πυράες) ζέστη, καύσωνας | φράση "επιάσαν οι πυράες" δηλαδή σφίξαν οι ζέστες | πύρουλλος (ο) μεγεθυντικό του πυρά

πυρκολώ ρ. (επυρκόλησα) βάζω φωτιά