Το Γλωσσάρι Της Κυπριακής Διαλέκτου
Σελίδες
Αρχική σελίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ-Η
Θ
Κ
Λ
Μ
N
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Φ
Χ-Ψ
H Kύπρος
N
νεύκω
ρ. (ένεψα) [< αρχαίο νεύω] γνέφω, κάνω νόημα
νησιάνι
(το) ουσ. (πληθ. νησιάνια) {νηshάνι} στρατιωτικό διακριτικό
νίφκουμαι
ρ. (ένιψα, ενίφτηκα) νίβομαι, πλένω το πρόσωπό μου
ντζίζω
ρ. (έτζιξα) {έdjιξα} αγγίζω
Αρχική σελίδα